ἀειεστώ

ἀειεστώ
ἀειεστώ
eternal being
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αειεστώ — ἀειεστώ, η (Α) το να υπάρχει κάτι αιώνια, η αιώνια ύπαρξη. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από ἀεὶ + ἐστί, γ εν. πρόσ. τού ρ. εἰμί, πρβλ. ἀπ εστώ, συν εστώ, εὐ εστώ κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”